νερούλιασμα

νερούλιασμα
το, -ατος
η κατάσταση σώματος που είναι ή γίνεται νερουλό, πλαδαρό, όχι στερεό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νερούλιασμα — το [νερουλιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νερουλιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”